βουβώνα

βουβώνα
η , βουβώνας [-ων (-ώνος)] ο
1) анат. пах; 2) мед. бубон

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βουβώνα" в других словарях:

  • βουβῶνα — βουβών groin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβώνας — ο και βουβώνα, η (AM βουβών) συνήθως στον πληθ. το μέρος του σώματος ανάμεσα στο ανώτερο τμήμα των μηρών και στα γεννητικά όργανα, η κοιλότητα ανάμεσα στην κοιλιά και στους μηρούς (αρχ. μσν.) πρήξιμο στη βουβωνική χώρα μσν. πανούκλα αρχ. το… …   Dictionary of Greek

  • μήρος — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… …   Dictionary of Greek

  • μηρός — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… …   Dictionary of Greek

  • αδένας — ο (Α ἀδὴν –ένος, η και ο) επιθηλιακό όργανο του οργανισμού, στο οποίο καταλήγουν αγγεία που εκκρίνουν υγρό κατάλληλο για τη λειτουργία του (κν. γλυκάδι, ελιά, γαργαλήθρα). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀδήν, αρχικά θηλ. γένους (η ἀδήν), ανάγεται σε ΙΕ ρίζα*… …   Dictionary of Greek

  • βουβωνούμαι — βουθωνοῡμαι ( όομαι) (Α) [βουβών] παθαίνω πρήξιμο στον βουβώνα …   Dictionary of Greek

  • γιόγκα — Ένα από τα έξι ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας, κατά το οποίο, μαζί με τις θεωρητικές απόψεις, κατέχει πρωταρχική σπουδαιότητα η τεχνική για την κυριαρχία του πνεύματος και του σώματος. Ο όρος γ. προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη yuj,… …   Dictionary of Greek

  • βουβωνικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο βουβώνα: Η «βουβωνική πανώλη» ήταν μια μορφή χολέρας που αποδεκάτισε τον πληθυσμό στη διάρκεια του μεσαίωνα. 2. φρ., «βουβωνική χώρα», η περιοχή των βουβώνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουβώνας — ο το μέρος του σώματος ανάμεσα στο μηρό και το υπογάστριο: Πρήστηκε στο βουβώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»